βάθος
[ˈvaθos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Tiefeθηλυκό | Femininum, weiblich fβάθος θάλασσας, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφβάθος θάλασσας, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Grundαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάθος θάλασσαςβάθος θάλασσας
- Endeουδέτερο | Neutrum, sächlich nβάθος χώρουβάθος χώρου
- Tiefgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάθος πνευματική βαθύτηταβάθος πνευματική βαθύτητα