„αφρισμένος“ αφρισμένος [afrizˈmenos], αφρισμένη, αφρισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schäumend schäumend αφρισμένος αφρισμένος