„αφήγημα“: ουδέτερο αφήγημα [aˈfijima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Novelle Novelleθηλυκό | Femininum, weiblich f αφήγημα λογοτεχνία | Literaturλογο αφήγημα λογοτεχνία | Literaturλογο