„αυστηρός“ αυστηρός [afstiˈros], αυστηρή, αυστηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) streng, drastisch streng αυστηρός αυστηρός drastisch αυστηρός μέτρα αυστηρός μέτρα