„αυλός“: αρσενικό αυλός [avˈlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Flöte Flöteθηλυκό | Femininum, weiblich f αυλός μουσ αυλός μουσ ejemplos αυλός του Πανός Panflöte αυλός του Πανός