ατμός
[atˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Dampfαρσενικό | Maskulinum, männlich mατμόςατμός
ejemplos
- σίδεροουδέτερο | Neutrum, sächlich n ατμούDampfbügeleisenουδέτερο | Neutrum, sächlich n