ασυνείδητος
[asiˈniðitos], ασυνείδητη, ασυνείδητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unbewusstασυνείδητος μη συνειδητόςασυνείδητος μη συνειδητός
- gewissenlosασυνείδητος αδίστακτος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφασυνείδητος αδίστακτος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ