αστραπιαίος
[astrapiˈeos], αστραπιαία, αστραπιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- blitzartigαστραπιαίος ταχύτητααστραπιαίος ταχύτητα
ejemplos
- αστραπιαία άνοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich fBlitzkarriereθηλυκό | Femininum, weiblich f