αστοχώ
[astoˈxo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- fehlschlagenαστοχώ προσπάθεια, απόπειρααστοχώ προσπάθεια, απόπειρα
- verfehlenαστοχώ σε βολήαστοχώ σε βολή
- danebentreffenαστοχώ σε πυροβολισμό, βολήαστοχώ σε πυροβολισμό, βολή