αστήρικτος
[asˈtiriktos], αστήρικτη, αστήρικτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ungestütztαστήρικτος χωρίς στήριγμααστήρικτος χωρίς στήριγμα
- unbegründetαστήρικτος επιχείρημα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαστήρικτος επιχείρημα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ