αστάθμητος
[asˈtaθimtos], αστάθμητη, αστάθμητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unberechenbarαστάθμητοςαστάθμητος
ejemplos
- αστάθμητος παράγονταςeine unbekannte Größeθηλυκό | Femininum, weiblich f