ασπρόμαυρος
[asˈpromavros], ασπρόμαυρη, ασπρόμαυροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- ασπρόμαυρη εκτύπωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υSchwarz-Weiß-Grafikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ασπρόμαυρη φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich fSchwarz-Weiß-Fotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n