„ασκητικός“ ασκητικός [askjitiˈkos], ασκητική, ασκητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) asketisch asketisch ασκητικός ασκητικός