ασήμαντος
[aˈsimandos], ασήμαντη, ασήμαντοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unbedeutend, unerheblichασήμαντοςασήμαντος
- geringfügigασήμαντος ελάχιστοςασήμαντος ελάχιστος
ejemplos
- ασήμαντα πράγματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplBeiläufigkeitenπληθυντικός | Plural pl
- ασήμαντο κουσούριουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchönheitsfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ασήμαντο πράγμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nKleinigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f