„αρχίζω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα αρχίζω [arˈçizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) anfangen, beginnen anfangen, beginnen (με, από mit) αρχίζω αρχίζω ejemplos αρχίζω να γαβγίζω anfangen zu bellen, losbellen αρχίζω να γαβγίζω αρχίζω να πυροβολώ anfangen zu schießen losschießen αρχίζω να πυροβολώ