„αρυτίδωτος“ αρυτίδωτος [ariˈtiðotos], αρυτίδωτη, αρυτίδωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) faltenlos faltenlos αρυτίδωτος πρόσωπο αρυτίδωτος πρόσωπο