αρσενικό
[arseniˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Maskulinumουδέτερο | Neutrum, sächlich nαρσενικό γραμματική | Grammatikγραμμαρσενικό γραμματική | Grammatikγραμμ
- Männchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαρσενικό ζωολογία | Zoologieζωολαρσενικό ζωολογία | Zoologieζωολ