αρπάζομαι
[arˈpazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich klammern (από an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)αρπάζομαι πιάνομαιsich festhaltenαρπάζομαι πιάνομαιαρπάζομαι πιάνομαι
- sich aufregenαρπάζομαι οργίζομαιαρπάζομαι οργίζομαι
- sich in die Haare geraten (για wegen+γενική | +Genitiv +gen+δοτική | +Dativ +dat+γενική | +Genitiv +gen+δοτική | +Dativ +dat)αρπάζομαι αρχίζω καβγάαρπάζομαι αρχίζω καβγά