„αρμονία“: θηλυκό αρμονία [armoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Harmonie, Einklang Harmonieθηλυκό | Femininum, weiblich f αρμονία και | undκ. μουσ αρμονία και | undκ. μουσ Einklangαρσενικό | Maskulinum, männlich m αρμονία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ αρμονία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ