αρμάτωμα
[arˈmatoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Bestückungθηλυκό | Femininum, weiblich fαρμάτωμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταρμάτωμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ