„αρκετός“ αρκετός [arkjeˈtos], αρκετή, αρκετόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) mehrere, genügend, ausreichend, ziemlich genügend, ausreichend, ziemlich (viel) αρκετός αρκετός mehrere αρκετός πληθυντικός | Pluralpl αρκετός πληθυντικός | Pluralpl ejemplos αρκετή ώρα eine ganze Weile αρκετή ώρα