„απόχρωση“: θηλυκό απόχρωση [aˈpoxrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Nuance (Farb-)Nuanceθηλυκό | Femininum, weiblich f απόχρωση απόχρωση ejemplos όλων των πολιτικών αποχρώσεων μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ von allen politischen Schattierungen όλων των πολιτικών αποχρώσεων μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ