απόταξη
[aˈpotaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unehrenhafte Entlassungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόταξη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταπόταξη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ