„απόστολος“: αρσενικό απόστολος [aˈpostolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Apostel Apostelαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόστολος απόστολος