„απόπλους“: αρσενικό απόπλους [aˈpoplus]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ου> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ablegen Ablegenουδέτερο | Neutrum, sächlich n απόπλους πλοίου απόπλους πλοίου