„απόκτημα“: ουδέτερο απόκτημα [aˈpoktima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Erwerbung Erwerbungθηλυκό | Femininum, weiblich f απόκτημα απόκτημα