„απόβρασμα“: ουδέτερο απόβρασμα [aˈpovrazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Abschaum Abschaumαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόβρασμα απόβρασμα