„απόβλητα“: πληθυντικός ουδετέρου απόβλητα [aˈpovlita]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Abfall (Industrie-)Abfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόβλητα απόβλητα