απρόσωπος
[aˈprosopos], απρόσωπη, απρόσωποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unpersönlichαπρόσωπος γραμματική | Grammatikγραμμαπρόσωπος γραμματική | Grammatikγραμμ