απρόσιτος
[aˈprositos], απρόσιτη, απρόσιτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unzugänglichαπρόσιτοςαπρόσιτος
- unnahbarαπρόσιτος άνθρωποςαπρόσιτος άνθρωπος
- unerschwinglichαπρόσιτος τιμήαπρόσιτος τιμή