απραγματοποίητος
[apraɣmatoˈpiitos], απραγματοποίητη, απραγματοποίητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unerfüllbar, undurchführbarαπραγματοποίητος που δεν πραγματοποιείταιαπραγματοποίητος που δεν πραγματοποιείται
- unverwirklichtαπραγματοποίητος που δεν πραγματοποιήθηκεαπραγματοποίητος που δεν πραγματοποιήθηκε