„αποφέρω“: μεταβατικό ρήμα αποφέρω [apoˈfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einbringen einbringen αποφέρω κέρδος αποφέρω κέρδος