αποτελεσματικότητα
[apotelezmatiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Wirksamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαποτελεσματικότητααποτελεσματικότητα