„αποστροφή“: θηλυκό αποστροφή [apostroˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Abneigung, Abscheu, Aversion Abneigungθηλυκό | Femininum, weiblich f (για gegen) αποστροφή Abscheuαρσενικό | Maskulinum, männlich m αποστροφή Aversionθηλυκό | Femininum, weiblich f αποστροφή αποστροφή