„αποστατικός“ αποστατικός [apostatiˈkos], αποστατική, αποστατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) abtrünnig abtrünnig αποστατικός αποστατικός