„απορροφώ“: μεταβατικό ρήμα απορροφώ [aporoˈfo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) aufsaugen, absorbieren aufsaugen, absorbieren απορροφώ απορροφώ ejemplos απορροφώ το σοκ abfedern απορροφώ το σοκ