απομακρυσμένος
[apomakrizˈmenos], απομακρυσμένη, απομακρυσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- entferntαπομακρυσμένοςαπομακρυσμένος
ejemplos
- απομακρυσμένη εποπτείαθηλυκό | Femininum, weiblich fFernüberwachungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απομακρυσμένη πρόσβασηθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υFernzugriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m