„αποκτημένος“ αποκτημένος [apoktiˈmenos], αποκτημένη, αποκτημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) erworben erworben αποκτημένος αποκτημένος