αποκαλύπτω
[apokaˈlipto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- aufdeckenαποκαλύπτω ξεσκεπάζωαποκαλύπτω ξεσκεπάζω
- entlarvenαποκαλύπτω ψεύτη, κλέφτηαποκαλύπτω ψεύτη, κλέφτη
- enthüllenαποκαλύπτω φανερώνωαποκαλύπτω φανερώνω
- offenbarenαποκαλύπτω μυστικόαποκαλύπτω μυστικό