„αποδυναμώνω“: μεταβατικό ρήμα αποδυναμώνω [apoðinaˈmono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) entkräften entkräften αποδυναμώνω αποδυναμώνω