„απαρέμφατο“: ουδέτερο απαρέμφατο [apaˈremfato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Infinitiv Infinitivαρσενικό | Maskulinum, männlich m απαρέμφατο γραμματική | Grammatikγραμμ απαρέμφατο γραμματική | Grammatikγραμμ