„απαγόρευση“: θηλυκό απαγόρευση [apaˈɣorefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Verbot, Sperre Verbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση απαγόρευση Sperreθηλυκό | Femininum, weiblich f απαγόρευση κυκλοφορίας απαγόρευση κυκλοφορίας ejemplos απαγόρευση αλκοόλ Alkoholverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση αλκοόλ απαγόρευση διαδηλώσεων Demonstrationsverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση διαδηλώσεων απαγόρευση διέλευσης Durchfahrtsverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση διέλευσης απαγόρευση ειδήσεων απαγόρευση εισαγωγών Einfuhrsperreθηλυκό | Femininum, weiblich f απαγόρευση ειδήσεων απαγόρευση εισαγωγών απαγόρευση εισαγωγών οικονομία | Wirtschaftοικον Einfuhrstoppαρσενικό | Maskulinum, männlich m απαγόρευση εισαγωγών οικονομία | Wirtschaftοικον απαγόρευση εισόδου σε εστιατόριο Lokalverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση εισόδου σε εστιατόριο απαγόρευση εισόδου σε σπίτι/κτίριο Hausverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση εισόδου σε σπίτι/κτίριο απαγόρευση εμφάνισης Auftrittsverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση εμφάνισης απαγόρευση εξόδου πολιτική | Politikπολιτ Ausgangssperreθηλυκό | Femininum, weiblich f απαγόρευση εξόδου πολιτική | Politikπολιτ απαγόρευση κινητών τηλεφώνων Handyverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση κινητών τηλεφώνων απαγόρευση κλωνοποίησης Klonverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση κλωνοποίησης απαγόρευση κολύμβησης Badeverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση κολύμβησης απαγόρευση κορναρίσματος Hupverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση κορναρίσματος απαγόρευση μαντίλας Kopftuchverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση μαντίλας απαγόρευση προσγείωσης Landeverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση προσγείωσης απαγόρευση πτήσεων Flugverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n απαγόρευση πτήσεων ocultar ejemplosmostrar más ejemplos