απαγωγέας
[apaɣoˈjeas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f <-είς>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Entführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαπαγωγέαςαπαγωγέας
- Geiselnehmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαπαγωγέας ομήρωναπαγωγέας ομήρων