„απέξω“: επίρρημα απέξω [aˈpekso]επίρρημα | Adverb adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) draußen, auswendig, von draußen draußen απέξω όχι μέσα απέξω όχι μέσα von draußen (her) απέξω από έξω απέξω από έξω auswendig απέξω από μνήμης απέξω από μνήμης ejemplos ξέρω αυτή τη γειτονιά απέξω και ανακατωτά οικείο | umgangssprachlichοικ ich kenne dieses Viertel wie meine Westentasche ξέρω αυτή τη γειτονιά απέξω και ανακατωτά οικείο | umgangssprachlichοικ „απέξω“: πρόθεση απέξω [aˈpekso]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) außerhalb ejemplos απέξω από+γενική | +Genitiv +gen außerhalb+γενική | +Genitiv +gen απέξω από+γενική | +Genitiv +gen