„αξιότιμος“ αξιότιμος [aksiˈotimos], αξιότιμη, αξιότιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ehrenwert ehrenwert αξιότιμος αξιότιμος ejemplos αξιότιμε κύριε… sehr geehrter Herr … αξιότιμε κύριε… αξιότιμη κυρία … sehr geehrte Frau … αξιότιμη κυρία … αξιότιμοι κυρίες και κύριοι! sehr geehrte Damen und Herren! αξιότιμοι κυρίες και κύριοι!