„αξίωμα“: ουδέτερο αξίωμα [aˈksioma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Amt, Posten, Axiom Amtουδέτερο | Neutrum, sächlich n αξίωμα Postenαρσενικό | Maskulinum, männlich m αξίωμα αξίωμα Axiomουδέτερο | Neutrum, sächlich n αξίωμα μαθηματικά | Mathematikμαθ αξίωμα μαθηματικά | Mathematikμαθ