„ανώδυνος“ ανώδυνος [aˈnoðinos], ανώδυνη, ανώδυνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schmerzlos schmerzlos ανώδυνος ανώδυνος