αντικειμενικός
[andikjimeniˈkos], αντικειμενική, αντικειμενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- αντικειμενικός περιορισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSachzwangαρσενικό | Maskulinum, männlich m