αντικατασκοπεία
[andikataskoˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Spionageabwehrθηλυκό | Femininum, weiblich fαντικατασκοπείααντικατασκοπεία
ejemplos
- αντικατασκοπευτική υπηρεσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατAbschirmdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m