„αντικαταβολή“: θηλυκό αντικαταβολή [andikatavoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Nachnahme Nachnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f αντικαταβολή αντικαταβολή ejemplos επί ή με αντικαταβολή per Nachnahme επί ή με αντικαταβολή